ἁγνόρυτος

ἁγνόρυτος
ἁγνό-ρῠτος, ον,
A pure-flowing,

ποταμός A.Pr.434

(lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγνόρυτος — ἁγνόρυτος, ον (Α) (για νερά ποταμού) αυτός που ρέει καθαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγνός + ῥυτός, ρηματικό επίθετο τού ῥέω το υ βραχύ γράφεται με ένα ρ (αντί ἁγνόρρυτος) για τις ανάγκες τού μέτρου] …   Dictionary of Greek

  • ἁγνορύτων — ἁγνόρυτος pure flowing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”